Wednesday, January 24, 2007

Συγκάτοικοι στην τρέλα

Στη ζωή πάντα με θεωρούσα ευλογημένη που αγαπούσα
τα πρωινά μου, δύσκολα και μη. Η ψυχή είχε πάντα τη διάθεση να μου φτιάξει τη μέρα. Τα πρωινά μου ήταν πάντα πειθαρχημένα και ψύχραιμα. Μόνο οι Κυριακές με πίκραιναν καμιά φορά όμως ποτέ το πρωί. Το πρωί ήταν ηλιόλουστο ακόμα κι όταν έβρεχε.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνο το πρωινό όπου ξύπνησα και ο κόσμος όλος είχε γύρω μου αλλάξει. Αισθανόμουνα πως κάποιο αλλόκοτο πλάσμα πάλευε με την ψυχή μου ερήμην μου όλη τη νύχτα και τελικά νωρίς τα χαράματα έφυγε θριαμβευτικά από το υπόσκαφο δωμάτιό μου έχοντας αναποδογυρίσει το ρούχο της καρδιάς μου το μέσα έξω. Ολάκαιρος ο ψυχικός μου κόσμος ήταν πλέον εκτεθειμένος, κρεμάμενος σαν μικρό ρουχαλάκι στον απλωμό, έρμαιο των κάθε λογής ανέμων πλην των ούριων. Κάθε θετική σκέψη βούλιαζε λες στον κρατήρα του ηφαιστείου κι έλιωνε σαν μέταλλο στη λάβα.
Όταν άνοιξα τα μάτια, ήμουνα απόλυτα μόνη. Μόνη στο δωμάτιο, μόνη στο νησί, μόνη στη χώρα μου, μόνη στη γη, μόνη στο σύμπαν, μόνη... Ωστόσο, κάποιο χέρι είχε αρπάξει την καρδιά μου στη χούφτα του και την έσφιγγε με μανία λες και ήθελε να πεταχτεί από έξω η κάθε μου αλήθεια. Μάταια...
Το επόμενο πρωί, τα ίδια, το μεθεπόμενο επίσης, και το παραπάνω πρωί... Το ίδιο χέρι, ο ίδιος πόνος, τα ίδια αναφιλητά, μήπως τρελλαίνομαι Θεέ (ό,τι κι αν είσαι) ;;;;
Ένα τρενάκι του τρόμου έκανε την καθημερινή του στάση στην κάμαρα και όλοι μαζί επιβιβαζόμασταν για μια τρελή κούρσα μέσα στο ανεξερεύνητο. Μπροστά μπροστά εγώ, και δίπλα μου η πρώτη μου πρωινή ανάσα(πως βρέθηκες εσύ εκεί;), από πίσω οι φόβοι μου και οι ανασφάλειές μου που μάταια προσπαθούν να μου συστηθούν σε μια τόσο ακατάλληλη ώρα, πιο πίσω το μέλλον κουλουβάχατα με το παρελθόν δε μου δίνουν καμία απολύτως σημασία και στα τελευταία καθίσματα αυτά που αγαπώ και σέβομαι. Όλοι οι συνεπιβάτες πλην εμού, δεινοί αναρριχητές είχαν σκαρφαλώσει απ΄τον κρατήρα του μέσα μου και περιδιάβαιναν αδιάφοροι στα πατώματα στους τοίχους, στις καμάρες, περιμένοντας κάθε πρωί το τρενάκι.
Όσο ο καιρός περνούσε, οι νύχτες γινόντουσαν πιο δύσκολες και εξαντλητικές ψάχνοντας να βρουν την αλήθεια. Ποιος απλώνει το μικρό μου ρουχαλάκι κάθε που χαράζει; Ποιος μου άρπαξε τις όμορφες σκέψεις μέσα από τις τσέπες; Ποιος είναι ο μηχανοδηγός του τρένου και τελοσπάντων ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΡΕΠΟ;;;;

Δεν ήθελα να κοιμάμαι γιατί δεν ήθελα να ξυπνάω. Κι ακόμα κάτι πιο αλλόκοτο. Όνειρα! Ολοζώντανα όνειρα που η ιστορία τους λίγες μέρες μετά εκτυλισσόταν μπροστά στα ολάνοιχτά μου μάτια. Τι συμβαίνει; Πόσο κοντά με τον εαυτό μου με έφερε αυτή η απρόσμενη και τρομακτική εμπειρία; Πόσο πλησίασαν το συνειδητό με το υποσυνείδητο, πότε γνωρίστηκαν τόσο καλά και σκαρώνουν κιόλας μαζί παχνίδια;

Λένε πως η ηφαιστειογενής ατμόσφαιρα του νησιού βάζει αισθήσεις και μυαλό σε μυστήρια μονοπάτια... εγώ κρατάω αυτό από έναν φίλο:
"Μιας και είσαι εκεί , δες τι προκάλεσε μια έκρηξη ηφαιστείου... μια καινούρια ζωή μια νέα δημιουργία. Από το τίποτα, από αυτό που καταστρέφει, από στάχτες και φωτιά μπορούμε ακόμα να δημιουργήσουμε τα πάντα..."
Τελικά όλοι όσοι συγκατοικήσαμε σε εκείνο το υπόσκαφο καταφέραμε να επιβιώσουμε χωρίς αναγκαστικά να εξοντώσουμε ο ένας τον άλλον. Και είναι πολύ πιθανό να συναντηθούμε και πάλι στην ίδια γειτονιά για μία ακόμα εξοντωτική συγκατοίκηση.

to be continued λοιπόν

3 comments:

pietà said...

Μήπως να εισηγηθώ να σε απολύσουμε;;; Πιάστηκε η καρδιά μου καλέ!

bicoutti said...

Τελικά πας γυρεύοντας να σου σβήνουν οι άλλοι τα comments ε;;;

clickbee said...

Κάτσε καλά...
(στο χρωστούσα)